νταγιλντουρντώ
(ρ.)
νταγουλτουρτώ
[daɣulturʹto]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. dağıldırmak = κάνω κάτι να σκορπιστεί.
Σκορπίζω, διασκορπίζω
:
Με τα παραφτερά μας νταγουλτουρτούμε τα
(Έχοντάς τα στην γυρισμένη ποδιά μας, τα σκορπίζουμε, ενν. τα πλούτη μας)
-ΚΜΣ-Έξοδος Β