νταγκίρλαϊ
(επίρρ.)
dαgίρλαϊ
[daˈɟirlai]
Μισθ.
Πιθ. από ρ. τύπ. του τουρκ. διαλεκτ. ρ. dengilmek, όπου και τύπ. dangilmek = α) κουτρουβαλώ, β) πλαγιάζω γ) πηγαίνω ανάποδα (THADS, λ. dangilmek, dengilmek).
Διαγώνια, πλαγίως, κοφτά