νταγλαγάνος
(ουσ. αρσ.)
ταγλαγάνους
[taɣlaˈɣanus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dalağan, dalagan = τσουκνίδα (THADS, λ. dalağan Ι, Tietze 2016, λ. dalagan) και dağlayan, με επίδρ. του ρ. dağlamak = α) καυτηριάζω β) καίω γ) προκαλώ πόνο.
1. Τσουκνίδα
2. Τσούχτρα
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025