νταγλαγάνος
(ουσ. αρσ.)
ταγλαγάνους
[taɣlaʹɣanus]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. dağlagan και dağlayan (μτχ. του ρ. dağlamak) = τσουκνίδα.
1. Τσουκνίδα
2. Τσούχτρα