νταγιαντιρντίζω
(ρ.)
ταγιαντι̂ρτίζω
[taʝandɯrˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. dayandırmak = κάνω κάτι να αντέξει ή να στηριχθεί.
Στηρίζω