ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταβέτι (ουσ. ουδ.) ταβέτι [taˈveti] Φάρασ. νταβέτσ̑' [daˈvetʃ] Αραβαν. Νεότ. ουσ. νταβέτι (Mackridge 2021: 85), το οπ. από το τουρκ. ουσ. davet = πρόσκληση,
Πρόσκληση, κλήση ό.π.τ. : Ποίdζ̑εν το qαdή ταβέτι (Έστειλε στον δικαστή κλήση) Φάρασ. -Dawk. Ιμάμης ζάσ̑’ νταβέτσ̑' πατισ̑αχγιού το παιρί σο σπίτσ̑ι τ’ (Ο ιμάμης προσκαλεί το παιδί του βασιλιά στο σπίτι του) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 638 Συνών. θέλημα, κάλεσμα, τσαγιρμάς :2