νοφούσι
(ουσ. ουδ.)
νοφούσι
[noˈfusi]
Σινασσ.
Από την φρ. nüfus cüzdanı = ταυτότητα, με παράλειψη της δεύτερης λέξης.
Ταυτότητα
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025