νταγιαμά
(ουσ. ουδ.)
νταγιαμά
[daʝaˈma]
Τροχ.
Aπό το τουρκ. ουσ. dayama = α) στήριγμα β) είδος ψωμιού γ) ως διαλεκτ. σημ., μαντρί δ) ως διαλεκτ. σημ., πλευρική δοκός στήριξης άμαξας.
Πλευρική δοκός στήριξης καρότσας άμαξας