νους
(ουσ. αρσ.)
νους
[nus]
Σίλ.
νουζ
[nuz]
Αξ.
ονούς
[oˈnus]
Φλογ.
Αιτ.
νου
[nu]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
ονού
[oˈnu]
Μαλακ.
Από το αρχ. ουσ. νοῦς.
1. Νους, μυαλό
ό.π.τ.
:
Το νουν τζης κόρης πήρεν ντα
(Το μυαλό του κοριτσιού πήρε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ποτινγκιάν τούτους άρτουπους λαεί του dα, τουτσά νους του έρσ̑ιτι ’ς κεφάλ̑ιν dου
(Όταν αυτός ο άνθρωπος του είπε αυτά, τότε ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι του (λογικεύτηκε))
Σίλ.
-Dawk.
Τούτους ποτινγκιάν τους σωρεί, νους του παγαίν-ν̑ει bασ̑κάν ντόπου
(Όταν τους είδε, ο νους του πήγε αλλού (έχασε το μυαλό του))
Σίλ.
-Dawk.
Σοτίπως τζ̑ο κρού’ ο dαdά σου τζ̑αι η μα σου σο νου σου;
(Γιατί δεν έρχεται ο πατέρας σου και η μητέρα στου στον νου σου (γιατί δεν τους σκέφτεσαι);)
Φάρασ.
-Dawk.
’ς τ’ έν’ γκούτι ’στέρου το φσ̑άχι ήνοιξεν τα φτάλμε του τζ̑’ ήρτ’ ο νους του σο τσουφάλι του
(Μετά από λίγο το παιδί άνοιξε τα μάτια του και ήρθε στα σύγκαλά του, συνήλθε)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Απιδέ ’στέρου αφ’ τζ̑ο δεβάζω ’σ’ το νου μου ’αν το ’χ̇ι̂́λ̂α̈
(Από εδώ και πέρα δεν θα αφήσω να περνούν από τον νου μου τέτοιες σκέψεις)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Πολλά είχα σο νού μου, για ατέ τζ̑οὔχα τα
(Πολλά έβαζα με το νού μου, αλλά αυτό δεν το φανταζόμουν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
|| Φρ.
Ο νουζ-ου-τ 'ς το κεφάλι τ' ντέν εν'
(Ο νους του στο κεφάλι του δεν είναι˙ δεν λειτουργεί με λογική και ωριμότητα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ονού μ’ απάνω μ’ δεν ήρτεν
(Ο νους μου πάνω μου δεν ήρθε˙ δεν συνήλθα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Με το νου μ’ δεν είμαι
(Δεν είμαι με τον νου μου˙ έχω χάσει το μυαλό μου)
|| Παροιμ.
Αλί ’ς τον δέρνουν άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του
(Αλίμονο σε όποιον τον δέρνουν οι άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του˙ πρέπει να υπάρχει αυτοέλεγχος και αυτοσυγκράτηση)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Του Ρωμού ο νους έρτσ̑εται ’στέρου
(Του Ρωμιού ο νους έρχεται εκ των υστέρων˙ για την παρορμητικότητα των Ρωμιών, που δρούσαν γρήγορα και ύστερα μετάνιωναν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ξύπνησα κι εγώ η ορφανή, χάσα το πού να πάω, χάσα του νύχτα μ’ τον ύπνο, τ’ ολημερ’νό το νου μου
(Ξύπνησα και εγώ η ορφανή, έχασα το πού να πάω, έχασα τον ύπνο μου τη νύχτα, και το μυαλό μου την ημέρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ακίλι :1, μυαλό :1, κουρσάχι, φικίρι :2
2. Συμβουλή
Σίλ.
:
Ρώκι μ' ένα νου
(Δώσε μου μιά συμβουλή)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ακίλι :3, ντανίστημα, οκούτι