ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νους (ουσ. αρσ.) νους [nus] Σίλ. νουζ [nuz] Αξ. ονούς [oˈnus] Φλογ. Αιτ. νου [nu] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ονού [oˈnu] Μαλακ. Από το αρχ. ουσ. νοῦς.
1. Νους, μυαλό ό.π.τ. : Το νουν τζης κόρης πήρεν ντα (Το μυαλό του κοριτσιού πήρε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ποτινγκιάν τούτους άρτουπους λαεί του dα, τουτσά νους του έρσ̑ιτι ’ς κεφάλ̑ιν dου (Όταν αυτός ο άνθρωπος του είπε αυτά, τότε ήρθε το μυαλό του στο κεφάλι του (λογικεύτηκε)) Σίλ. -Dawk. Τούτους ποτινγκιάν τους σωρεί, νους του παγαίν-ν̑ει bασ̑κάν ντόπου (Όταν τους είδε, ο νους του πήγε αλλού (έχασε το μυαλό του)) Σίλ. -Dawk. Σοτίπως τζ̑ο κρού’ ο dαdά σου τζ̑αι η μα σου σο νου σου; (Γιατί δεν έρχεται ο πατέρας σου και η μητέρα στου στον νου σου (γιατί δεν τους σκέφτεσαι);) Φάρασ. -Dawk. ’ς τ’ έν’ γκούτι ’στέρου το φσ̑άχι ήνοιξεν τα φτάλμε του τζ̑’ ήρτ’ ο νους του σο τσουφάλι του (Μετά από λίγο το παιδί άνοιξε τα μάτια του και ήρθε στα σύγκαλά του, συνήλθε) Φάρασ. -Παπαδ. Απιδέ ’στέρου αφ’ τζ̑ο δεβάζω ’σ’ το νου μου ’αν το ’χ̇ι̂́λ̂α̈ (Από εδώ και πέρα δεν θα αφήσω να περνούν από τον νου μου τέτοιες σκέψεις) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πολλά είχα σο νού μου, για ατέ τζ̑οὔχα τα (Πολλά έβαζα με το νού μου, αλλά αυτό δεν το φανταζόμουν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Φρ. Ο νουζ-ου-τ 'ς το κεφάλι τ' ντέν εν' (Ο νους του στο κεφάλι του δεν είναι˙ δεν λειτουργεί με λογική και ωριμότητα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ονού μ’ απάνω μ’ δεν ήρτεν (Ο νους μου πάνω μου δεν ήρθε˙ δεν συνήλθα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Με το νου μ’ δεν είμαι (Δεν είμαι με τον νου μου˙ έχω χάσει το μυαλό μου) || Παροιμ. Αλί ’ς τον δέρνουν άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του (Αλίμονο σε όποιον τον δέρνουν οι άλλοι και δεν τον δέρνει ο νους του˙ πρέπει να υπάρχει αυτοέλεγχος και αυτοσυγκράτηση) Σινασσ. -Αρχέλ. Του Ρωμού ο νους έρτσ̑εται ’στέρου (Του Ρωμιού ο νους έρχεται εκ των υστέρων˙ για την παρορμητικότητα των Ρωμιών, που δρούσαν γρήγορα και ύστερα μετάνιωναν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ξύπνησα κι εγώ η ορφανή, χάσα το πού να πάω, χάσα του νύχτα μ’ τον ύπνο, τ’ ολημερ’νό το νου μου (Ξύπνησα και εγώ η ορφανή, έχασα το πού να πάω, έχασα τον ύπνο μου τη νύχτα, και το μυαλό μου την ημέρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ακίλι :1, μυαλό :1, κουρσάχι, φικίρι :2
2. Συμβουλή Σίλ. : Ρώκι μ' ένα νου (Δώσε μου μιά συμβουλή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. ακίλι :3, ντανίστημα, οκούτι
Συνών. μυαλό, νους