ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νομπετσής (ουσ. αρσ.) νο̈bετσής [nømbe'tsis] Αξ. νοπα̈τ͑-τ͑σ̑ής [nopæˈtʰ:ʃis] Φάρασ. νοπετζής [nopeˈdzis] Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. nöbetçi= α) φρουρός β) εφημερεύων.
1. Φρουρός Αξ.
2. Πελάτης σε αλευρόμυλο που πιάνει σειρά για να αλέσει Φάρασ., Φκόσ. Πβ. νομπέτι