νομπετσής
(ουσ. αρσ.)
νο̈bετσής
[nømbe'tsis]
Αξ.
νοπα̈τ͑-τ͑σ̑ής
[nopæˈtʰ:ʃis]
Φάρασ.
νοπετζής
[nopeˈdzis]
Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. nöbetçi= α) φρουρός β) εφημερεύων.
1. Φρουρός
Αξ.