ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νοικηντήριο (ουσ. ουδ.) νοικηdήριο [nici'dirʝo] Ουλαγ. Από το αρχ. ουσ. οἰκητήριον με ηχηροπ. μεσοφωνηεντ. [t] και αρκτ. [n] λόγω εσφαλμένης κατάτμησης.
Ερειπωμένο παρεκκλήσι.