νίφτημα
(ουσ. ουδ.)
νίφτημα
[ˈniftima]
Ουλαγ.
Από το ρ. νίβω, όπου και τύπ. νίφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πλύσιμο
:
|| Φρ.
Ντο χαραή σ' ντε ντρανάς, ντε κρέεις gαι νίφτημα
(Δεν βλέπεις τα μούτρα σου, δεν θέλεις και να πλυθείς κιόλας˙ για όσους έχουν αδικαιολόγητες απαιτήσεις)
Ουλαγ.
-Κεσ.