ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νίφτημα (ουσ. ουδ.) νίφτημα [ˈniftima] Ουλαγ. Από το ρ. νίβω, όπου και τύπ. νίφτω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Πλύσιμο : || Φρ. Ντο χαραή σ' ντε ντρανάς, ντε κρέεις gαι νίφτημα (Δεν βλέπεις τα μούτρα σου, δεν θέλεις και να πλυθείς κιόλας˙ για όσους έχουν αδικαιολόγητες απαιτήσεις) Ουλαγ. -Κεσ.