νισαντίρ
(ουσ. ουδ.)
νισαdίρ
[nisaˈdir]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. νισαντίρ, το οπ. από το τουρκ. nişadır = αμμωνιακό άλας. Πβ. και ποντ. νισ̑ατίριν.
Χλωριούχο αμμώνιο ή αμμωνιακό άλας, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό της σκουριάς