νιμά
(ουσ. θηλ.)
νιμά
[niˈma]
Αφσάρ., Φάρασ.
Κατά τον Ανδριώτη (1948: 69) από σύμφυρμό των λ. νινέ και μάνα.
Μόνο ως οικεία κλητ. προσφώνηση, μάνα
ό.π.τ.
:
Ω νιμά, νοίγαν dα φτάλμε μου
(Μάνα, άνοιξαν τα μάτια μου)
Φάρασ.
-Dawk.
Ω νιμά, ατό σοτίπως το ποίκαν ατό οι Τούρτζ̑οι;
(Μάνα, γιατί το έκαναν αυτό οι Τούρκοι;)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Ω νιμά, 'γώ είδα αν ύπνος
(Μάνα, εγώ είδα ένα όνειρο)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Ω νιμά! Μη φρουκαλαίν’ μο τα βυζία σου, ’α καφτούνται!
(Μάνα, μη σκουπίζεις με τα βυζιά σου, θα καούν!)
Φάρασ.
-Παπαδ.