νηστικός
(επίθ.)
νηστικός
[nistiˈkos]
Φάρασ.
νησ̑τικό
[niʃtiˈko]
Αξ., Αραβ., Μαλακ., Φλογ.
νησ̑τσ̑ικό
[niʃtʃiˈko]
Αραβαν., Γούρδ.
νησ̑τ'κός
[niʃtˈkos]
Αξ.
νησ̑'κός
[niʃˈkos]
Σίλ.
Από το πρώιμ. μεσν. επίθ. νηστικός = σχετικός με νηστεία.
Νηστικός
ό.π.τ.
:
Το μεσ̑'μέρ' αφήκεν το νησ̑τικό
(Το μεσημέρι τον άφησε νηστικό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Είμου νησ̑'κός όπ' αόπ'μαν κι 'ρώ τι
(Είμαι νηστικός από το πρωί κι εδώθε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'ντερέ μάνα μ' νησ̑τ'κέ 'ναι
(Μέχρι τώρα η μάνα μου είναι νηστική)
Αξ.
-Dawk.
'πόψα συ το φαΐ σου μη τα τρώς, τσ̑υλίστου, 'πνώσε νηστικό
(Απόψε εσύ το φαΐ σου μη το τρώς, ξάπλωσε, κοιμήσου νηστικός)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ετό πήρεν με, πηρπήγεν με σο σπίτι τ’, τίλεψεν με, μαυτό τ’ ’πόμεν νησ̑τικός
(Αυτός με πήρε, με πήγε στο σπίτι του, με τάισε, ενώ ο ίδιος έμεινε νηστικός)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Νύφη να πάρει αντίντερο, να πιει το σερπέτι, να είναι νηστικό
(Η νύφη θα πάρει αντίδωρο, θα πιει το κρασί της Θείας Κοινωνίας, θα είναι νηστική)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
|| Φρ.
Νηστσ̑ικό χώμα
(Νηστικό χώμα˙ πηλός ειδικός για την θεραπεία της πιτυρίδας)
Αραβαν., Γούρδ.
-Φωστ.-Κεσ.
To νησ̑τσ̑ικό το σ̑κυλί τύρπ'σε το φουρούν'
(Το νηστικό το σκυλί τρύπησε τον φούρνο˙ όποιος πιέζεται από την ανάγκη, δεν έχει ηθικούς φραγμούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο χορτασμένος ’σ’ του νηστικού το χάλιν τζ̑ο κατέσ̑ει
(Ο χορτασμένος του νηστικού την κατάσταση δεν την καταλαβαίνει˙ είναι δύσκολο να δείξεις κατανόηση για κάποιον αν δεν έχεις ανάλογες εμπειρίες)
Φάρασ.
-Ανδρ.