νεφρἰ
(ουσ. ουδ.)
νεφρί
[neˈfri]
Μαλακ.
Πληθ.
νεφιριά
[nefirˈʝa]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ.
Από το μεταγν. ουσ. νεφρίον. Ο τύπ. νεφιριά με ευφων. ανάπτ. [i].
Νεφρό
ό.π.τ.
:
Σα νεφιριά τ' έσ̑' 'τέρ'
(Στα νεφρά του έχει πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
μπεϊρέκι
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025