νεφρἰ
(ουσ. ουδ.)
νεφρί
[neʹfri]
Μαλακ.
Πληθ.
νεφιριά
[nefiˈrʝa]
Ανακ., Δίλ., Μαλακ.
Νεότ. ουσ. νεφρί, το οπ. από το μεταγν. ουσ. νεφρίον. Ο τύπ. νεφιριά με ευφων. ανάπτ. [i].
Νεφρό
ό.π.τ.
:
Σα νεφιριά τ' έσ̑' 'τέρ'
(Στα νεφρά του έχει πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
μπεϊρέκι