νενέ
(ουσ. ουδ.)
νενέ
[neˈne]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. nane = α) το φυτό μέντα (Μίνθη η πιπερώδης, Mentha piperita) β) το μπαχαρικό που εξάγεται απ’ αυτό το φυτό.
Είδος μπαχαρικών
Πβ.
μπαχάρι
Τροποποιήθηκε: 06/11/2025