νευροκομμένος
(επίθ.)
νευροκομμένο
[nevrokoˈmeno]
Αξ.
Από τη μτχ. του μετγν. ρ. νευροκοπέω = κόβω τους τένοντες (με μεσν. σημ. ‘κάνω κάποιον να πέσει σαν παράλυτος’).
Εκείνος ο οποίος έχει ατονία