ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νευροκομμένος (επίθ.) νευροκομμένο [nevrokoˈmeno] Αξ. Από τη μτχ. του μετγν. ρ. νευροκοπέω = κόβω τους τένοντες (με μεσν. σημ. ‘κάνω κάποιον να πέσει σαν παράλυτος’).
Εκείνος ο οποίος έχει ατονία