ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νεμέτι (ουσ. ουδ.) νεμέτσ̑ι [neʹmetʃi] Σίλ. Πληθ. νεμέτσ̑α [neˈmetʃa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. nimet (όπου και διαλεκτ. τύπ. nemet) = α) δώρο, δωρεά β) τα απαραίτητα για να ζει κάποιος γ) τροφιμα και ποτά δ) ψωμί.
1. Συνήθως στον πληθ., τρόφιμα, εφόδια : Ήρτασι τα παιριά μ’ τα χαϊβάνια, φόρτωσασι γούλα τα νεμέτσ̑α, πήρασ̑ι κ’ μαντσ̑ίλια, χαλάχ να τα στρώσουσ̑ι κ’ να κάτσουσ̑ι στ’ αμπέλι (Ήρθαν τα παιδιά με τα άλογα, φόρτωσαν όλα τα τρόφιμα, πήραν και στρωσίδια (κιλίμια), χαλάκια να τα στρώσουν και να κάτσουν στο αμπέλι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4
2. Αγαθό, εμπόρευμα : Ουντζουζλαdούσι τα νεμέτσ̑α (Φτηναίνουν τα πράματα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Οπ’ σοκάχı γέβηνι σακτζής που πούλεινι ιντζί, τσ̑εβρέ, τϋρλΰ νεμέτσ̑α για τις ‘εναίκες (Από το σοκάκι περνούσε ένας πραματευτής που πουλούσε μαργαριτάρια, μαντήλες, και διάφορα πράγματα για τις γυναίκες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ3
3. Γενικότ., πράγμα, αντικείμενο : Χάσα ένα νεμέτσι αμά ρεν τα νά ’βρου (Έχασα ένα πράγμα αλλά δεν το βρίσκω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6