ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νερωτός (επίθ.) λερωτό [leroˈto] Μισθ. Από το ουσ. νερό, όπου και τύπ. λερό, και το παραγωγ. επίθμ . -ωτός.
Νερουλός, υδαρής Μισθ. : Ζενίσ̑καμ’ ντου γάλα, κονώναμ’ ντου κορκότ’, σάισ̑καμ’ τραχανάς, τρώισ̑καμ’ μι ντου χουλιάρ', λερωτό νισ̑κότουν (Bράζαμε το γάλα, ρίχναμε το κουρκούτι, κάναμε τραχανά, τρώγαμε με το κουτάλι, νερουλό γινόταν) Μισθ. -Κωστ.Μ.