νερωτός
(επίθ.)
λερωτό
[leroˈto]
Μισθ.
Από το ουσ. νερό, όπου και τύπ. λερό, και το παραγωγ. επίθμ . -ωτός.
Νερουλός, υδαρής
Μισθ.
:
Ζενίσ̑καμ’ ντου γάλα, κονώναμ’ ντου κορκότ’, σάισ̑καμ’ τραχανάς, τρώισ̑καμ’ μι ντου χουλιάρ', λερωτό νισ̑κότουν
(Bράζαμε το γάλα, ρίχναμε το κουρκούτι, κάναμε τραχανά, τρώγαμε με το κουτάλι, νερουλό γινόταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.