νερομύλι
(ουσ. ουδ.)
νερομύλ'
[neroˈmil]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. νερόμυλος και το παραγωγ. επίθμ. -ι.
Νερόμυλος
ό.π.τ.