νήμα
(ουσ. ουδ.)
νήμα
[ˈnima]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Φκόσ., Φλογ.
νέμα
[ˈnema]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. νῆμα.
Νήμα, κλωστή (μάλλινη ή βαμβακερή)
ό.π.τ.
:
Τραχαρού νέμα
(Κλωστή από γιδόμαλλο)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Πήρεν δεgάξε νινgιές νήματα
(Πήρε δεκαέξι ουγγιές νήματα)
Φλογ.
-Dawk.
Ανάκλωσα dου νήμα
(Δίπλωσα την κλωστή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το μαλλί να κάμνεις ’ίνεται νήμα
(Το μαλλί όταν το γνέθεις γίνεται νήμα)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ373
Βάφισκαμ’ νήματα
(Βάφαμε νήματα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
|| Φρ.
Κάμου νήμα
(Δουλεύω νήμα˙ γνέθω)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Καματεύτεν το νήμα του
(Δουλεύτηκε το νήμα του˙ σώθηκε η κλωστή του, ήρθε το τέλος της ζωής του)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
κλωστή, ράμμα :1