ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νήμα (ουσ. ουδ.) νήμα [ˈnima] Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Τελμ., Φκόσ., Φλογ. νέμα [ˈnema] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. νῆμα.
Νήμα, κλωστή (μάλλινη ή βαμβακερή) ό.π.τ. : Τραχαρού νέμα (Κλωστή από γιδόμαλλο) Φάρασ. -Ανδρ. Πήρεν δεgάξε νινgιές νήματα (Πήρε δεκαέξι ουγγιές νήματα) Φλογ. -Dawk. Ανάκλωσα dου νήμα (Δίπλωσα την κλωστή) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το μαλλί να κάμνεις ’ίνεται νήμα (Το μαλλί όταν το γνέθεις γίνεται νήμα) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ373 Βάφισκαμ’ νήματα (Βάφαμε νήματα) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 || Φρ. Κάμου νήμα (Δουλεύω νήμα˙ γνέθω) Μισθ. -Κωστ.Μ. Καματεύτεν το νήμα του (Δουλεύτηκε το νήμα του˙ σώθηκε η κλωστή του, ήρθε το τέλος της ζωής του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κλωστή, ράμμα :1