ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νιγέτι (ουσ. ουδ.) νιγέτ͑ι [niˈʝetʰi] Φάρασ. νιγέτ' [niˈʝet] Φλογ. νι-έτι [niˈeti] Φάρασ. νι-έdι [niˈedi] Ουλαγ. νιγέτσ̑ι [niʹʝetʃi] Σίλ. νι-έτ' [niˈet] Ουλαγ. νι-έσ̑' [niˈeʃ] Αραβαν. Από το τουρκ. ουσ. niyet = πρόθεση.
Πρόθεση, σχέδιο, σκέψη ό.π.τ. : Έπ'κα νι-έσ̑' να το μπöγιϋττίζω (Πήρα την απόφαση να το μεγαλώσω) Αραβαν. -Φωστ. Βαβάς σου ρεν έσ̑ει καλό νιγέτσ̑ι, σε μας ποίσ̑ει ένα κουτουλΰγι (Ο πατέρας σου δεν έχει καλό σκοπό, θα μας κάνει κακό) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ένα μέρα ναίκα νιγέτ' qουρτού να το σκοτώσ̑’ (Μιά μέρα η γυναίκα έστησε το σχέδιο να τον σκοτώσει) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ο Θεός να ποίτσ̑ει το νι-έτι σου γαπούλι (Ο Θεός να πραγματοποιήσει τα σχέδιά σου· ευχή) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ντo νι-έdι σ' τι έεις; (Τι έχεις στη σκέψη σου;˙ Τι σκοπεύεις να κάνεις;) Ουλαγ. -Κεσ.