νιγέτι
(ουσ. ουδ.)
νιγέτ͑ι
[niˈʝetʰi]
Φάρασ.
νιγέτ'
[niˈʝet]
Φλογ.
νι-έτι
[niˈeti]
Φάρασ.
νι-έdι
[niˈedi]
Ουλαγ.
νιγέτσ̑ι
[niʹʝetʃi]
Σίλ.
νι-έτ'
[niˈet]
Ουλαγ.
νι-έσ̑'
[niˈeʃ]
Αραβαν.
Από το τουρκ. ουσ. niyet = πρόθεση.
Πρόθεση, σχέδιο, σκέψη
ό.π.τ.
:
Έπ'κα νι-έσ̑' να το μπöγιϋττίζω
(Πήρα την απόφαση να το μεγαλώσω)
Αραβαν.
-Φωστ.
Βαβάς σου ρεν έσ̑ει καλό νιγέτσ̑ι, σε μας ποίσ̑ει ένα κουτουλΰγι
(Ο πατέρας σου δεν έχει καλό σκοπό, θα μας κάνει κακό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ένα μέρα ναίκα νιγέτ' qουρτού να το σκοτώσ̑’
(Μιά μέρα η γυναίκα έστησε το σχέδιο να τον σκοτώσει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ο Θεός να ποίτσ̑ει το νι-έτι σου γαπούλι
(Ο Θεός να πραγματοποιήσει τα σχέδιά σου· ευχή)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ντo νι-έdι σ' τι έεις;
(Τι έχεις στη σκέψη σου;˙ Τι σκοπεύεις να κάνεις;)
Ουλαγ.
-Κεσ.