νικιαχλαντίζω
(ρ.)
νικ͑αχλατίζω
[nikʰaxlaˈtizo]
Φάρασ.
νικ͑α̈χλα̈τίζω
[nikʰæxlæˈtizo]
Αφσάρ.
νικιαχλαdώ
[nicaxlaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
νικ͑εχλέτσα
[nikʰeˈxletsa]
Τσουχούρ.
Παθ. Αόρ.
νικ͑εχλετίστα
[nikhexleʹtista]
Τσουχούρ.
Από τον αόρ. nikâhladı του τουρκ. ρ. nikâhlamak = νυμφεύομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Παντρεύω
ό.π.τ.
:
Νικ͑εχλέτσανι το κορτσόκκου
(Πάντρεψαν το κορίτσι)
Τσουχούρ.
-VLACH
Τσ̑ο μπορείς ν' dα 'φήκ' αρέ, νικ͑εχλετίστης
(Δεν μπορείς να την αφήσεις τώρα, παντρεύτηκες)
Τσουχούρ.
-VLACH
Νικεχλετίσταν, σεράνdα ήμερι εγλντάγκαν
(Παντρεύτηκαν, σαράντα μέρες γλένταγαν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
δοικώ, εβερντώ, εβλεντίζω, ευλογώ :2, παντρεύω, παραδώ, Πβ.
νικιάχι, Συνών.
στεφανώνω
Τροποποιήθηκε: 16/05/2025