ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νικιαχλαντίζω (ρ.) νικ͑αχλατίζω [nikʰaxlaˈtizo] Φάρασ. νικ͑α̈χλα̈τίζω [nikʰæxlæˈtizo] Αφσάρ. νικιαχλαdώ [nicaxlaˈdo] Σίλ. Αόρ. νικ͑εχλέτσα [nikʰeˈxletsa] Τσουχούρ. Από τον αόρ. nikâhladı του τουρκ. ρ. nikâhlamak = νυμφεύομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Παντρεύω ό.π.τ. : Νικ͑εχλέτσανι το κορτσόκκου (Πάντρεψαν το κορίτσι) Τσουχούρ. -VLACH Νικεχλετίσταν, σεράνdα ήμερι εγλντάγκαν (Παντρεύτηκαν, σαράντα μέρες γλένταγαν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. δοικώ, εβερντώ, εβλεντίζω, ευλογώ, παντρεύω, παραδώ, Πβ. νικιάχι, Συνών. στεφανώνω