νικιαχλαντίζω
(ρ.)
νικ͑αχλατίζω
[nikʰaxlaˈtizo]
Φάρασ.
νικ͑α̈χλα̈τίζω
[nikʰæxlæˈtizo]
Αφσάρ.
νικιαχλαdώ
[nicaxlaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
νικ͑εχλέτσα
[nikʰeˈxletsa]
Τσουχούρ.
Από τον αόρ. nikâhladı του τουρκ. ρ. nikâhlamak = νυμφεύομαι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.