νιότη
(ουσ. θηλ.)
νιότη
[ˈɲoti]
Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
νιότσ̑η
[ˈɲotʃi]
Τελμ.
ιγνιότη
[iʹɣɲoti]
Φλογ.
Από το μεσν. ουσ. νιότη < αρχ. νεότης.
Νιότη, νεαρή ηλικία
ό.π.τ.
:
Ετά η νύχτα έφερε στο νου μ' τη νιότη μ'
(Αυτή η νύχτα μου θύμισε τη νιότη μου)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Οπ' να φας τη νιότη σ'!
(Που να φας τη νιότη σου· αρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να φάς το ιγνιότη σ'
(Να φας τη νιότη σου· αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Αν θέκω τση καλίτσα μου, πάλι καλήν ευρίσκω,
αν θέκω τσην κεφάλη μου, βγαίνω από τση νιότση (Αν δώσω για θανάτωση την καλή μου, ξαναβρίσκω άλλη,
αν δώσω το κεφάλι μου, βγαίνω από τη ζωή νέος) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Συνών. γκεντσιλίκι :1, Πβ. κορασιότη, ντελικανοσύνη
αν θέκω τσην κεφάλη μου, βγαίνω από τση νιότση (Αν δώσω για θανάτωση την καλή μου, ξαναβρίσκω άλλη,
αν δώσω το κεφάλι μου, βγαίνω από τη ζωή νέος) Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ. Συνών. γκεντσιλίκι :1, Πβ. κορασιότη, ντελικανοσύνη