ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νιότη (ουσ. θηλ.) νιότη [ˈɲoti] Μισθ., Σινασσ., Τροχ. νιότσ̑η [ˈɲotʃi] Τελμ. Από το μεσν. ουσ. νιότη < αρχ. νεότης.
Νιότη, νεαρή ηλικία ό.π.τ. : Ετά η νύχτα έφερε στο νου μ' τη νιότη μ' (Αυτή η νύχτα μου θύμισε τη νιότη μου) Σινασσ. -Λεύκωμα Ο π' να φας τη νιότη σ'! (Που να φας τη νιότη σου· αρά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Αν θέκω τση καλίτσα μου, πάλι καλήν ευρίσκω,
αν θέκω τσην κεφάλη μου, βγαίνω από τση νιότση
(Αν δώσω για θανάτωση την καλή μου, ξαναβρίσκω άλλη,
αν δώσω το κεφάλι μου, βγαίνω από τη ζωή νέος)
Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
Συνών. γκεντσιλίκι :1, Πβ. κορασιότη, ντελικανοσύνη