νιφίδι
(ουσ. ουδ.)
νιφίδι
[niˈfiði]
Φάρασ.
Πιθ. από το θ. λειφ- του ρ. λείπω και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι (πβ. απολειφάδι). Πβ. ποντ. απολείφιν (ΙΛΝΕ, λ. ἀπολείφιν).
Άχυρα τα οποία μένουν στο δερμόνι