ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νιώρα (επίρρ.) νιώρα [ˈɲora] Ανακ., Αξ., Φλογ. νιώρας [ˈɲoras] Ανακ., Μαλακ., Σίλατ. νώρα [ˈnora] Φερτάκ. νούραν [ˈnuran] Σεμέντρ. Πιθ. από το μεσν. επίρρ. ἐνώρας, το οπ. από την αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ.
1. Πριν λίγο ό.π.τ.
2. Tώρα Σεμέντρ.