νιώρα
(επίρρ.)
νιώρα
[ˈɲora]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
νιώρας
[ˈɲoras]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Τροχ.
νώρα
[ˈnora]
Φερτάκ.
νούραν
[ˈnuran]
Σεμέντρ.
Πιθ. από το μεσν. επίρρ. ἐνώρας, το οπ. από την αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ. Εναλλακτικά, από την φρ. την ώρα (πβ. τηνωράς = προ ολίγου Σινασσ.- Αρχέλ., σ. 270 και Costakis 1964: 62).
Πβ.
ώρα
Προ ολίγου, τώρα μόλις
ό.π.τ.