νιώρα
(επίρρ.)
νιώρα
[ˈɲora]
Ανακ., Αξ., Φλογ.
νιώρας
[ˈɲoras]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ.
νώρα
[ˈnora]
Φερτάκ.
νούραν
[ˈnuran]
Σεμέντρ.
Πιθ. από το μεσν. επίρρ. ἐνώρας, το οπ. από την αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ.
1. Πριν λίγο
ό.π.τ.
2. Tώρα
Σεμέντρ.