νίσκημα
(ουσ. ουδ.)
νίσκημα
[ˈniscima]
Ουλαγ.
Από το ρ. γίνομαι, όπου και τύπ. νίσ̑κομαι και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Ενέργεια, πραγματοποίηση
:
Ούτσ̑α με ντο νίσκημα ένα σ̑έι ντε νίσκεται
(Έτσι με το να γίνεται, τίποτα δεν γίνεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.