νισαναντώ
(ρ.)
νισαν-νανdού
[nisannan'du]
Ουλαγ.
νισαdώ
[nisaˈdo]
Σίλ.
ισανανdώ
[isananˈdo]
Σίλ.
νισ̑αν-νατίζω
[niʃannaˈtizo]
Φάρασ.
Αόρ.
νισ̑ανάν'σα
[niʃaʹnansa]
Ουλαγ.
ισανάισα
[isaˈnaisa]
Σίλ.
Παθ. Αόρ.
νισ̑ανατίστα
[niʃanaʹtista]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. nişanlamak = αρραβωνιάζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. nişannamak. Ο τύπ. ισανανdώ λόγω εσφαλμένης κατάτμησης σε περίπτωση προηγούμενης κλιτικής αντων. που έληγε σε -ν, ή με επίδρ. του τύπ. işan, διαλεκτ. τύπ. του τουρκ. ουσ. nişan = α) σημείο, σημάδι β) στόχος γ) αρραβώνας.
1. Αρραβωνιάζομαι
ό.π.τ.
:
Μιγάλουσασ̑' τα τέκνα μας, 'ένηκι εικοσ̑πένdι χρονού, πρέπ' να τα βλοΐσουμι, να νισανανdζίσουσ̑ι
(Μεγάλωσαν τα παιδιά μας, έγινε 25 χρονών, πρέπει να τα παντρέψουμε, να αρραβωνιαστούν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Nα σέκουμ' νισάνι, να ποίσουμ' νισάνι, να τους νισαναΐσουμι
(Να δώσουμε σημάδι αρραβώνα, να κάνουμε αρραβώνα, να τους αρραβωνιάσουμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γκαι σόν̇α νισ̑ανάν'σαν, γκαι πήραν ντα ναίκα τ’νε
(Και μετά αρραβωνιάστηκαν και τις πήραν γυναίκες τους)
Ουλαγ.
-Dawk.
Νισ̑ανατίστη σου βασιλό το υιό· στα δύο τρία ημέρες στέρου ποίκανε το γάμο
(Αρραβωνιάστηκε τον γιο του βασιλιά· μετά από δυό τρεις μέρες έκαναν τον γάμο)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Μτβ., αρραβωνιάζω
Σίλ.
:
Τσ̑ο μποίκες; Τσην κόρη σου τσην ισανάισις;
(Τι έκανες; Την κόρη σου την αρραβώνιασες;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
σημαδεύω :2