νικιαχσούζι
(επίθ.)
νικ͑άχσούζι
[nikʰaxʹsuzi]
Φάρασ.
νικ͑α̈χσούζι
[nikʰæxʹsuzi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. nikâhsız = αστεφάνωτος.
Αστεφάνωτος, που δεν έχει συνάψει γάμο
ό.π.τ.