ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νισάνι (ουσ. ουδ.) νισ̑άνι [niˈʃani] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. νισάνι [niˈsani] Σίλ. νισ̑άν' [niˈʃan] Ουλαγ., Τροχ., Φλογ. λισ̑άν' [liˈʃan] Δίλ. Νεότ. ουσ. νισιάνι = σημάδι, στόχος (Mackridge 2021: 64), το οπ. από το τουρκ. ουσ. nişan = α) σημείο, σημάδι β) στόχος γ) αρραβώνας.
1. Σημάδι ό.π.τ. : Τα κορτσόκκα θεκνείγκανι 'πέσου π’ έν’ δαχτυλίδι, α βρουσ̑άλι, α νισ̑άνι (Τα κορίτσια έβαζαν μέσα (στην στάμνα του κλήδονα) από ένα δαχτυλίδι, ένα βραχιόλι, ένα σημάδι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Παίρου λισ̑άν’ (Παίρνω στόχο < τουρκ. nişan almak˙ σημαδεύω με όπλο) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887
β. Ειδικότ., πέτρα που χρησιμεύει ως ορόσημο, πβ. τουρκ. Πβ. τουρκ. φρ. nişan taşı = πέτρα που χρησιμεύει ως ορόσημο Φλογ.
2. Αρραβώνας Αφσάρ., Κίσκ., Ουλαγ., Σατ., Σίλ., Τροχ., Φκόσ. : Nα σέκουμ' νισάνι, να ποίσουμ' νισάνι, να τους νισαναΐσουμι (Να δώσουμε σημάδι αρραβώνα, να κάνουμε αρραβώνα, να τους αρραβωνιάσουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. σημάδι :2
3. Μαντικό σημείο Τροχ. : Με τα χέρια τ’ όταν ξύν’ τη μύτα τ’ ήτον το νισ̑άν τ’ να πεθάνει (Όταν ξύνει την μύτη του με τα χέρια του ήταν το σημάδι του ότι θα πεθάνει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. μανές, σημάδι :5