ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νινέ (ουσ. ουδ.) νινέ [niˈne] Ανακ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ. νενέ [neˈne] Φερτάκ. νένε [ˈnene] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φλογ. νίνε [ʹnine] Φλογ. Νεότ. ουσ. νενέ = μάνα (Mackridge 2021: 42), το οπ. από το τουρκ. ουσ. nine = γιαγιά, όπου και τύπ. nene με την παλ. σημ. ‘μητέρα’ αλλά και με τις διαλεκτ. σημ. ‘1. μητέρα 2. μητριά 3. θεία 4. γιαγιά’. Κατά τον Αλεκτορίδη (1883: 499) από το αρχ. ουσ. νέννος, νέννα = θείος, θεία. νένα = παραμάνα, τροφός < βενετ. nena.
1. Μητέρα Ανακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ. : Νένε μ’τι κρέεις να σι φέρου; (Μάνα μου τι θέλεις να σου φέρω;) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. ανά, μάνα, μητέρα
2. Θεία, ιδίως γυναίκα του αδερφού του πατέρα Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. Συνών. άμια, ζάζα, θείος, ιζά :1, τέτε :1, τσιτσά :2, χάλα
3. Γριά Αραβαν., Φερτάκ. : Πατ'σε ένα αγκάτ'· πήε σ' ένα νενέ (Πάτησε ένα αγκάθι· πήγε σε μιά γριά, ενν. να του το βγάλει) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γριά, κάκα
4. Προσφώνηση σε γυναίκα, ιδίως ηλικιωμένη Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. Συνών. θείος :2, ιζά :2, τέτε :2