μάνα
(ουσ. θηλ.)
μάνα
[ˈmana]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
μάν'
[man]
Ανακ., Αραβαν., Φάρασ.
μανά
[maˈna]
Ανακ., Μαλακ.
Πληθ.
μάνε
[ˈmane]
Μισθ.
μάνις
[ˈmanis]
Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ.
μανάρες
[maˈnares]
Σίλ.
μανάγες
[maˈnaʝes]
Αξ.
μανάες
[maʹnaes]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. μάννα = μητέρα, το οπ. από το απώτερα ηχομιμητ. ουσ. μάμμα/μάμμη με ανομ. του [m] > [n] (Λεξ. Κριαρ.).
1. Μάνα, μητέρα ανθρώπου ή προσωποποιημένου όντος
ό.π.τ.
:
Του μάνα μ' το σπίτι
(Το σπίτι της μάνας μου)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε
(Του κοριτσιού η μάνα χάθηκε, δηλ. πέθανε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ετό κοριτσ̑ού μάνα φόρεινεν, καμάρωνεν, τράνινεν σο αϊνά
(Του κοριτσιού η μάνα ντυνόταν, στολιζόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη)
Σίλατ.
-Dawk.
Κοριού τσ̑η μάνα
(Των κοριτσιών την μάνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Και έdεκε τα παράιγια σο μάνα τ’, και μάνα τ’ αγόρασε κιριάς
(Και έδωσε χρήματα στην μάνα του και η μάνα του αγόρασε κρέας)
Φερτάκ.
-Dawk.
Μάνα τ’ ασ’εμέ μέα ήτον
(η μητέρα του ήταν πιο μεγάλη από μένα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ήρτι βαβάς του να ριεις τσ̑η μάνα τ’
(Ήρθε ο πατέρας του να δει την μάνα του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ήρτε ’να dεβιού μαναγιού τ’ το σπίτ’
(Έφτασε στο σπίτι της μάνας ενός δράκου)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μάν’ και κόρ’ σακίζουνdαι
(Μάνα και κόρη κρυφομιλούν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ετά τ’ ναίκας τ’ καταχάρα παραφέρ’ τ’ μάνα τ’
(Αυτής της γυναίκας η φυσιογνωμία μοιάζει της μάνας της)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μάνα τ' ντα μαλλιά τ' ούλα μαϊζ'
(Η μάνα του (ενν. του νεκρού) όλα τα μαλλιά της μαδάει)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντα μάνις μας΅, ντα βαβάις μας μι ’α τοκάνια αλώνιζαν
(Οι μανάδες μας, οι πατεράδες μας με τις δοκάνες αλώνιζαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
-Σέμαν, έκλιψαν, έφααν dα. -Tσ̑i 'στέρια τί είπαν σα μανάες τ'νι;
(-Μπήκαν, έκλεψαν, τα έφαγαν.-Και ύστερα τί είπαν στις μανάδες τους;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μέγα μάνα
(Μεγάλη μάνα˙ γιαγιά)
Αραβαν., Γούρδ.
-Καράμπ.
Ασ’ ση μάνα τουν
(Από την μάνα τους˙ κληρονομικώς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ασ’ ση μάνα τ’ την γκαργιά
(Από της μάνας του την κοιλιά˙ για ασθένεια, από όταν γεννήθηκε, συγγενώς)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Δώσ’ το μάνα σ’
(Δώσ’ το στην μάνα σου, ενν. το πέος)˙ ύβρις συνοδευόμενη από άσεμνη δείξη)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να φά’ μάνα τ’
(Θα φάει την μάνα του˙ Θα την πεθάνει, το έλεγαν για παιδιά που έκλαιγαν πολύ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το να γεννήσ̑’ εσένα μάνα σ’, αζ γένν’σε ήτουν ένα οφίρ’
(Αντί να γεννήσει εσένα η μάνα σου, ας είχε γεννήσει ένα φίδι˙ για πολύ κακούς ανθρώπους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Θεγός να σε το χαρύνει, να μεγαλώσ’ με τη μάνα τ’
(Ο Θεός να σου το κάνει ευτυχισμένο, να μεγαλώσει με την μάνα του˙ ευχή σε λεχώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κατέβην όλιους, ξέβην μάνα τ'
(Κατέβηκε ο ήλιος, πήγε στη μάνα του˙ έδυσε ο ήλιος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Το φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’
(το φεγγάρι πήγε στην μάνα του˙ για την νέα σελήνη)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τ’ Άι-Σάββα μάνα ’σαι;
(Του Αγίου Σάββα η μάνα είσαι;˙ για κάποιον που ζηλεύει πολύ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Τράνα το μάνα κι έπαρ' το κόρη τ'
(Κοίτα τη μάνα και πάρε την κόρη της˙ ο χαρακτήρας των παιδιών διαμορφώνεται ανάλογα με τον χαρακτήρα των γονέων)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα,
Χάρος τό ειδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι (Η μάνα του το έτρεφε με γάλα αρνιού,
ο Χάρος το είδε και το ζήλεψε την ώρα που όργωνε) Τελμ. -Αινατζ.
Χάρος τό ειδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι (Η μάνα του το έτρεφε με γάλα αρνιού,
ο Χάρος το είδε και το ζήλεψε την ώρα που όργωνε) Τελμ. -Αινατζ.
β.
Και ως προσφώνηση στην μητέρα ή στην πεθερά
ό.π.τ.
:
«Μάνα» έπε κι «qαρντάσ̑α ντεν έχω μου;»
(«Μάνα» είπε «αδέρφια δεν έχω;»
)
Ουλαγ.
-Dawk.
-Νύφ’, σήμερα στα μέρες τι ἐν’; -Μάνα, σήμερα Πέφτης ’ναι
(-Νύφη, σήμερα τι μέρα είναι; - Μάνα, σήμερα Πέμπτη είναι
)
Αξ.
-Μαυροχ.
Μάνα’ μ’ τι κρέεις να σι φέρου;
(Mάνα μου, τι θέλεις να σου φέρω;
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑ό να ποίσου, μάνα;
(Τι να κάνω, μάνα;
)
Σίλ.
-Εκμεκ.
|| Φρ.
Μάνα ντου ζ̑υμάρι σ’ απ’ του σκεφί με μισ̑αρλαdίσ’
(Mάνα, το ζυμάρι από την σκάφη να μη μείνει μισό
˙
το έλεγε η κόρη ως παράπονο όταν δεν της άρεσε ο άντρας που της διάλεξαν να παντρευτεί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Λύε με, μάνα μ’ λύε με, τα χρόνια μ’ δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλία μ’
(Λύσε με, μάνα, λύσε, με, τα χρόνια μου δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλιά μου)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μάνα, ζύμω, μάνα, κόλλα, μάνα, ψήσε μας παξιμάδια!
(Μάνα ζύμωσε, μάνα φούρνισε, μάνα ψήσε μας παξιμάδια)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
2. Γιαγιά
Σίλ., Φλογ.
:
‘γώ αγαπηνόσκα τσ̑η μάνα μου
(Εγώ αγαπούσα την γιαγιά μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
εμπέ :2, κάκα, μαμμή, μαμμού
3. Η μητέρα ζώων, συνήθ. οικόσιτων
κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Του παλαζού η μάνα
(Η μάνα των νεοσσών)
Φάρασ.
-Dawk.
Γουζιού μάνα
(Του αρνιού η μάνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσι δα τανάα παίνιξαν οπίσ’ σα μάνε τ'νι
(Και τα μοσχαράκια πήγαιναν πίσω από τις μανάδες τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Μάνα σ’ γαϊdούρ’, βαβά σ’ γαϊdούρ', κρρρ
(Η μάνα σου γαϊδούρι, ο πατέρας σου γαϊδούρι, κρρρ˙ το έλεγε ο ιδιοκτήτης στο νεογέννητο γαϊδουράκι αφού πρώτα του ένωνε τα αφτιά με μιά κλωστή, γιατί πίστευε ότι θα γινόταν υπάκουο και θα άκουσε στο πρόσταγμα κρρ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Η βασίλισσα των μελισσών
Μισθ., Φλογ.
:
Μελισσού μάνα
(Η βασίλισσα του μελισσιού
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
4. Για άψυχο, κάτι που είναι μεγάλο
Μισθ.
:
|| Φρ.
Μάνα γαϊάς
(Μάνα πέτρα˙ ριζιμιά πέτρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Σε ομαδικά παιχνίδια παίκτης που ορίζεται αρχηγός του παιχνιδιού
Μισθ., Φλογ.
:
Να παίξουμ’. Τις να κάτσει μάνα;
(Να παίξουμε. Ποιος θα κάτσει μάνα;)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
6. Χρηματικό κεφάλαιο
Αξ., Φάρασ.
:
Έφαεν τ’ μάνα, έφαεν γκαι το φαΐζ̑ι τ’
(Έφαγε το κεφάλαιο, έφαγε και τον τόκο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
’α σε δώσω τσ̑αι τη μάνα τσ̑αι το φαΐζι
(Θα σου δώσω και το κεφάλαιο και τον τόκο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Συνών.
σερμαγιά