ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάνα (ουσ. θηλ.) μάνα [ˈmana] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. μάν' [man] Ανακ., Αραβαν., Φάρασ. μανά [maˈna] Ανακ., Μαλακ. Πληθ. μάνε [ˈmane] Μισθ. μάνις [ˈmanis] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ., Τσουχούρ. μανάρες [maˈnares] Σίλ. μανάγες [maˈnaʝes] Αξ. μανάες [maʹnaes] Μισθ. Μεσν. ουσ. μάννα = μητέρα, το οπ. από το απώτερα ηχομιμητ. ουσ. μάμμα/μάμμη με ανομ. του [m] > [n] (Λεξ. Κριαρ.).
1. Μάνα, μητέρα ανθρώπου ή προσωποποιημένου όντος ό.π.τ. : Του μάνα μ' το σπίτι (Το σπίτι της μάνας μου) Σινασσ. -Τακαδόπ. Κοριτσ̑ιού ντο μάνα χάε (Του κοριτσιού η μάνα χάθηκε, δηλ. πέθανε) Ουλαγ. -Κεσ. Ετό κοριτσ̑ού μάνα φόρεινεν, καμάρωνεν, τράνινεν σο αϊνά (Του κοριτσιού η μάνα ντυνόταν, στολιζόταν και κοιταζόταν στον καθρέφτη) Σίλατ. -Dawk. Κοριού τσ̑η μάνα (Των κοριτσιών την μάνα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Και έdεκε τα παράιγια σο μάνα τ’, και μάνα τ’ αγόρασε κιριάς (Και έδωσε χρήματα στην μάνα του και η μάνα του αγόρασε κρέας) Φερτάκ. -Dawk. Μάνα τ’ ασ’εμέ μέα ήτον (η μητέρα του ήταν πιο μεγάλη από μένα) Ανακ. -Κωστ.Α. Ήρτι βαβάς του να ριεις τσ̑η μάνα τ’ (Ήρθε ο πατέρας του να δει την μάνα του) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήρτε ’να dεβιού μαναγιού τ’ το σπίτ’ (Έφτασε στο σπίτι της μάνας ενός δράκου) Ουλαγ. -Dawk. Μάν’ και κόρ’ σακίζουνdαι (Μάνα και κόρη κρυφομιλούν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ετά τ’ ναίκας τ’ καταχάρα παραφέρ’ τ’ μάνα τ’ (Αυτής της γυναίκας η φυσιογνωμία μοιάζει της μάνας της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Μάνα τ' ντα μαλλιά τ' ούλα μαϊζ' (Η μάνα του (ενν. του νεκρού) όλα τα μαλλιά της μαδάει) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντα μάνις μας΅, ντα βαβάις μας μι ’α τοκάνια αλώνιζαν (Οι μανάδες μας, οι πατεράδες μας με τις δοκάνες αλώνιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. -Σέμαν, έκλιψαν, έφααν dα. -Tσ̑i 'στέρια τί είπαν σα μανάες τ'νι; (-Μπήκαν, έκλεψαν, τα έφαγαν.-Και ύστερα τί είπαν στις μανάδες τους;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Μέγα μάνα (Μεγάλη μάνα˙ γιαγιά) Αραβαν., Γούρδ. -Καράμπ. Ασ’ ση μάνα τουν (Από την μάνα τους˙ κληρονομικώς) Ανακ. -Κωστ.Α. Ασ’ ση μάνα τ’ την γκαργιά (Από της μάνας του την κοιλιά˙ για ασθένεια, από όταν γεννήθηκε, συγγενώς) Ανακ. -Κωστ.Α. Δώσ’ το μάνα σ’ (Δώσ’ το στην μάνα σου, ενν. το πέος)˙ ύβρις συνοδευόμενη από άσεμνη δείξη) Μισθ. -Κωστ.Μ. Να φά’ μάνα τ’ (Θα φάει την μάνα του˙ Θα την πεθάνει, το έλεγαν για παιδιά που έκλαιγαν πολύ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το να γεννήσ̑’ εσένα μάνα σ’, αζ γένν’σε ήτουν ένα οφίρ’ (Αντί να γεννήσει εσένα η μάνα σου, ας είχε γεννήσει ένα φίδι˙ για πολύ κακούς ανθρώπους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Θεγός να σε το χαρύνει, να μεγαλώσ’ με τη μάνα τ’ (Ο Θεός να σου το κάνει ευτυχισμένο, να μεγαλώσει με την μάνα του˙ ευχή σε λεχώνα) Ανακ. -Κωστ.Α. Κατέβην όλιους, ξέβην μάνα τ' (Κατέβηκε ο ήλιος, πήγε στη μάνα του˙ έδυσε ο ήλιος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το φενgάρ’ πήεν ση μάν' τ’ (το φεγγάρι πήγε στην μάνα του˙ για την νέα σελήνη) Ανακ. -Κωστ.Α. Τ’ Άι-Σάββα μάνα ’σαι; (Του Αγίου Σάββα η μάνα είσαι;˙ για κάποιον που ζηλεύει πολύ) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Τράνα το μάνα κι έπαρ' το κόρη τ' (Κοίτα τη μάνα και πάρε την κόρη της˙ ο χαρακτήρας των παιδιών διαμορφώνεται ανάλογα με τον χαρακτήρα των γονέων) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Η μάνα του το θήλευε με το αρνιακό το γάλα,
Χάρος τό ειδε και ζήλεψε πότ’ έλαμνε ζευγάρι
(Η μάνα του το έτρεφε με γάλα αρνιού,
ο Χάρος το είδε και το ζήλεψε την ώρα που όργωνε)
Τελμ. -Αινατζ.
β. Και ως προσφώνηση στην μητέρα ή στην πεθερά ό.π.τ. : «Μάνα» έπε κι «qαρντάσ̑α ντεν έχω μου;» («Μάνα» είπε «αδέρφια δεν έχω;» ) Ουλαγ. -Dawk. -Νύφ’, σήμερα στα μέρες τι ἐν’; -Μάνα, σήμερα Πέφτης ’ναι (-Νύφη, σήμερα τι μέρα είναι; - Μάνα, σήμερα Πέμπτη είναι ) Αξ. -Μαυροχ. Μάνα’ μ’ τι κρέεις να σι φέρου; (Mάνα μου, τι θέλεις να σου φέρω; ) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑ό να ποίσου, μάνα; (Τι να κάνω, μάνα; ) Σίλ. -Εκμεκ. || Φρ. Μάνα ντου ζ̑υμάρι σ’ απ’ του σκεφί με μισ̑αρλαdίσ’ (Mάνα, το ζυμάρι από την σκάφη να μη μείνει μισό ˙ το έλεγε η κόρη ως παράπονο όταν δεν της άρεσε ο άντρας που της διάλεξαν να παντρευτεί) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Λύε με, μάνα μ’ λύε με, τα χρόνια μ’ δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλία μ’ (Λύσε με, μάνα, λύσε, με, τα χρόνια μου δεκατέσσερα, άσπρισαν τα μαλλιά μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Μάνα, ζύμω, μάνα, κόλλα, μάνα, ψήσε μας παξιμάδια! (Μάνα ζύμωσε, μάνα φούρνισε, μάνα ψήσε μας παξιμάδια) Σινασσ. -Αρχέλ.
2. Γιαγιά Σίλ., Φλογ. : ‘γώ αγαπηνόσκα τσ̑η μάνα μου (Εγώ αγαπούσα την γιαγιά μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. εμπέ :2, κάκα, μαμμή, μαμμού
3. Η μητέρα ζώων, συνήθ. οικόσιτων κ.α., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Του παλαζού η μάνα (Η μάνα των νεοσσών) Φάρασ. -Dawk. Γουζιού μάνα (Του αρνιού η μάνα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσι δα τανάα παίνιξαν οπίσ’ σα μάνε τ'νι (Και τα μοσχαράκια πήγαιναν πίσω από τις μανάδες τους) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Μάνα σ’ γαϊdούρ’, βαβά σ’ γαϊdούρ', κρρρ (Η μάνα σου γαϊδούρι, ο πατέρας σου γαϊδούρι, κρρρ˙ το έλεγε ο ιδιοκτήτης στο νεογέννητο γαϊδουράκι αφού πρώτα του ένωνε τα αφτιά με μιά κλωστή, γιατί πίστευε ότι θα γινόταν υπάκουο και θα άκουσε στο πρόσταγμα κρρ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Η βασίλισσα των μελισσών Μισθ., Φλογ. : Μελισσού μάνα (Η βασίλισσα του μελισσιού ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
4. Για άψυχο, κάτι που είναι μεγάλο Μισθ. : || Φρ. Μάνα γαϊάς (Μάνα πέτρα˙ ριζιμιά πέτρα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
5. Σε ομαδικά παιχνίδια παίκτης που ορίζεται αρχηγός του παιχνιδιού Μισθ., Φλογ. : Να παίξουμ’. Τις να κάτσει μάνα; (Να παίξουμε. Ποιος θα κάτσει μάνα;) Μισθ. -Κωστ.Μ.
6. Χρηματικό κεφάλαιο Αξ., Φάρασ. : Έφαεν τ’ μάνα, έφαεν γκαι το φαΐζ̑ι τ’ (Έφαγε το κεφάλαιο, έφαγε και τον τόκο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. ’α σε δώσω τσ̑αι τη μάνα τσ̑αι το φαΐζι (Θα σου δώσω και το κεφάλαιο και τον τόκο) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Συνών. σερμαγιά
7. Πηγή νερού, νερομάνα Τσουχούρ. Συνών. κεφαλιά, κοζάς, νάμα, ποδαριά, φτάλμι :3