ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μανίζω (I) (ρ.) μανίζω [maˈnizo] Σινασσ. Από το αρχ. επίθ. μανός = αραιός και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Για την λ. βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 542-543. Η λ. και Πόντ. με σημ. ‘καίω κάτι και το μετατρέπω σε αιθάλη’.
Για υφάσματα και ξύλα, σαπίζω Συνών. σέφτομαι