μανί
(ουσ. ουδ.)
μανί
[maˈni]
Σινασσ., Φάρασ.
Πβ. ποντ. μανίν = α) καμένο ύφασμα β) ήσκα, το οπ. σύμφωνα με τον Παπαδόπουλο (1958-1961: λ. μανίν) από το αρχ. επίθ. μανός (βλ. και Andriotis 1974: 366, Αναστασιάδης 2003: 59). Η λ. σχετίζεται με το ποντ. μανέα = α) καπνιά στο τζάκι β) αράχνη, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. manıya, maneya, manya = α)καπνιά στο τζάκι β) τσίκνισμα στο πάτο μαγειρικού σκεύους (βλ. Andriotis 1974: 366 και Tzitzilis 1987α: 85).
1. Σαπισμένο, ξεφτισμένο ύφασμα
Σινασσ.
2. Ίσκα
Φάρασ.
:
Ο νομάτ’ς έβγκαλεν το πυρέβγον του, πυρέβγωσεν αν κόμμα μανί, ’μπύρτσεν του ιματού του κομμάτου την άκρα
(Ο άνθρωπος έβγαλε το τσακμάκι του, άναψε ένα κομμάτι ίσκα κι έκαψε την άκρη του κομματιού του πουκαμίσου)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.