μανιφατούρα
(ουσ. θηλ.)
μανιφατούρα
[manifaʹtura]
Τσουχούρ.
μαλαφατούρα
[malafaˈtura]
Μαλακ.
Aπό το τουρκ. ουσ. manifatura (Redhouse) = έτοιμο ύφασμα < ιταλ. manifatura = προϊόν χειροτεχνίας κυρίως για ένδυση, όπου και διαλεκτ. τύπ. malifatura (για τον οπ. βλ. Symeonidis (1971- 1972: 158)).
Υφάσματα του εμπορίου
ό.π.τ.