μαντάλι
(ουσ. ουδ.)
μανdάλι
[manˈdali]
Σίλ., Σινασσ., Φκόσ.
μανdάλ'
[manˈdal]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Τροχ., Φλογ.
μαdάλ'
[maˈdal]
Μισθ.
Aπό το μεταγν. ουσ. μάνδαλος και το υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι.
Μάνταλο, ξύλινος σύρτης πόρτας ή παραθύρου
ό.π.τ.
:
Μανdαλιού αναχτήρ'
(Κλειδί του μάνταλου)
Μισθ.
Θύρας το μανdάλι
(To μάνταλο της πόρτας)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Σεκ' μανdάλι σα πάντζαρα
(Βάλε μάνταλο στα παράθυρα)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Ποίκαμε και ένα μαντάλ' σο θύρα, ποίκαμε και ένα κουλούκα και ένα ανεχτήρ' να το τσανdώσομε
(Φτιάξαμε και ένα μάνταλο στην πόρτα, φτιάξαμε και μιά κλειδαριά και ένα κλειδί για να την κλείνουμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
γολντεμιρί, κιουσκιού :2, ζάντωμα :2, σουρκούτς, τελτίκι :3, φάλαγγα, χελώνα