κιουσκιού
(ουσ. ουδ.)
κ͑ιουσκού
[kʰuˈsku]
Μισθ.
γκιουσκιού
[ɟuˈscu]
Μισθ.
κουσκού
[kuˈsku]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. küskü = α) μυτερό σιδερένιο εργαλείο για την διάτρηση τοίχων β) μοχλός, όπου και διαλεκτ. τύπ. küşkü = σιδερένια ή ξύλινη ράβδος (THADS, λ. küşkü I).
1. Λοστός, μοχλός
Σινασσ.
2. Αμπάρα πόρτας
:
Ζάνdουναμ' 'ν τύρα απαπέσ' μι ντου γκιουσκιού
(Κλείναμε την πόρτα από μέσα με την αμπάρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γολντεμιρί, σουρκούτς