κιουρέντισμα
(ουσ. ουδ.)
κουρίdισμα
[kuˈridizma]
Αξ.
Από το αορ. θ. του ρ. κιουρεντίζω, όπου και τύπ. κουριdίζω, με παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φτυάρισμα
Συνών.
κιουρελέντισμα