κιούνκι
(ουσ. ουδ.)
κιούνκι
[ˈcunci]
Μισθ., Σίλ.
κούνgι
[ˈkuŋɟi]
Σεμέντρ., Σίλ., Τζαλ., Φάρασ.
γκιούνι
[ˈɟuni]
Μισθ.
κιούνι
[ˈcuni]
Μισθ.
κ͑ούμι
[ˈkumi]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. κιούνι, το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. künk, όπου και παλαιότ. περσ. τύπ. gung = αγωγός, σωλήνας.
Πήλινος σωλήνας αποχέτευσης και ύδρευσης
ό.π.τ.
:
Με κούμια το νερό ερχόταν σα τσ̑εσ̑μέδια
(Με σωλήνες το νερό ερχόταν στις βρύσες)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ήρθεν το σέλ', τα κούμια χαλάθανε
(Ήρθε το ρέμα, οι σωλήνες χαλάσανε)