ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιούνκι (ουσ. ουδ.) κιούνκι [ˈcunci] Μισθ., Σίλ. κούνgι [ˈkuŋɟi] Σεμέντρ., Σίλ., Τζαλ., Φάρασ. γκιούνι [ˈɟuni] Μισθ. κιούνι [ˈcuni] Μισθ. κ͑ούμι [ˈkumi] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. κιούνι, το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. künk, όπου και παλαιότ. περσ. τύπ. gung = αγωγός, σωλήνας.
Πήλινος σωλήνας αποχέτευσης και ύδρευσης ό.π.τ. : Με κούμια το νερό ερχόταν σα τσ̑εσ̑μέδια (Με σωλήνες το νερό ερχόταν στις βρύσες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ήρθεν το σέλ', τα κούμια χαλάθανε (Ήρθε το ρέμα, οι σωλήνες χαλάσανε)