κιουρελέντισμα
(ουσ. ουδ.)
κϋρελένdισμα
[cyrelendizma]
Αραβαν.
Από το ρ. κιουρελεντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Φτυάρισμα
Συνών.
κιουρέντισμα