κιοφτές
(ουσ. αρσ.)
κιοφτές
[coˈftes]
Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ.
κιοφτέ
[coˈfte]
Ανακ., Μαλακ.
κöφτέ
[cøˈfte]
Ανακ., Δίλ., Μισθ.
κιοφτά
[coˈfta]
Μισθ.
κ͑οφτές
[kʰoˈftes]
Φάρασ., Φλογ.
κ͑οφτα̈́ς
[kʰoˈftæs]
Αφσάρ.
κ͑οφτά
[kʰoˈfta]
Σίλ.
Πληθ.
κοφτέδια
[koˈfteðʝa]
Σινασσ., Φλογ.
κιοφτέδια
[coˈfteðʝa]
Φλογ.
κοφτέδα
[koˈfteða]
Τσουχούρ.
κιοφτάδις
[coˈftaðis]
Μισθ.
κουφτέδες
[cuˈfteðes]
Ποτάμ.
Νεότ. ουσ. κεφτές (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κιεφτές), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. köfte.
1. Κεφτές
ό.π.τ.
:
Ένα μοναχό κ͑οφτά
(Μόνο έναν κεφτέ)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εκείνου του γαμπάχ' ξύνου δου, ξύνου δου, μάζου λίου αλέυιρ, σ̑άνου κιοφτάδις
(Εκείνο το κολοκύθι το ξύνω, το ξύνω, βάζω λίγο αλεύρι, φτιάχνω (κολοκυθο)κεφτέδες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
'α χαριένι κοφτές μο κορκότ' τζ̑αι μο το κρέας
(Ένα καζάνι κεφτέδες με κουρκούτι και με κρέας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φτέγκαν ντα μιτσίκα κοφτέδα
(Τα έκαναν μικρούς κεφτέδες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.