ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιοφτές (ουσ. αρσ.) κιοφτές [coˈftes] Γούρδ., Μισθ., Σεμέντρ. κιοφτέ [coˈfte] Ανακ., Μαλακ. κöφτέ [cøˈfte] Ανακ., Δίλ., Μισθ. κιοφτά [coˈfta] Μισθ. κ͑οφτές [kʰoˈftes] Φάρασ., Φλογ. κ͑οφτα̈́ς [kʰoˈftæs] Αφσάρ. κ͑οφτά [kʰoˈfta] Σίλ. Πληθ. κοφτέδια [koˈfteðʝa] Σινασσ., Φλογ. κιοφτέδια [coˈfteðʝa] Φλογ. κοφτέδα [koˈfteða] Τσουχούρ. κιοφτάδις [coˈftaðis] Μισθ. κουφτέδες [cuˈfteðes] Ποτάμ. Νεότ. ουσ. κεφτές (βλ. Λεξ. Σομ., λ. κιεφτές), το οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. köfte.
1. Κεφτές ό.π.τ. : Ένα μοναχό κ͑οφτά (Μόνο έναν κεφτέ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκείνου του γαμπάχ' ξύνου δου, ξύνου δου, μάζου λίου αλέυιρ, σ̑άνου κιοφτάδις (Εκείνο το κολοκύθι το ξύνω, το ξύνω, βάζω λίγο αλεύρι, φτιάχνω (κολοκυθο)κεφτέδες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. 'α χαριένι κοφτές μο κορκότ' τζ̑αι μο το κρέας (Ένα καζάνι κεφτέδες με κουρκούτι και με κρέας) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Φτέγκαν ντα μιτσίκα κοφτέδα (Τα έκαναν μικρούς κεφτέδες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.
2. Γιουβαρλάκι Μαλακ., Ποτάμ. Συνών. τόπι