φισφίς
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
φισφίσια
[fiˈsfisça]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. fışfış = είδος λουκουμά.
Τηγανητοί κεφτέδες
Συνών.
κιοφτές :1
Τροποποιήθηκε: 16/07/2025