ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φιρντολάγι (επίρρ.) φι̂ρντολάγι [fɯrdoˈlaʝi] Αξ. φιρτολάι [firtoˈlai] Τροχ. φουρντολάγι [furdoˈlaʝi] Μαλακ. Από το τουρκ. επίρρ. fırdolayı = κυκλικά.
1. Κυκλικά Αξ., Μαλακ.
2. Ως ουσ., τα γύρω χωριά Τροχ.