φιρντολάγι
(επίρρ.)
φι̂ρντολάγι
[fɯrdoˈlaʝi]
Αξ.
φιρτολάι
[firtoˈlai]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίρρ. fırdolayı = κυκλικά.
1. Κυκλικά
Αξ.
2. Ως ουσ., τα γύρω χωριά
Τροχ.