ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φισέκι (ουσ. ουδ.) φισ̑έκ [fiˈʃek] Φλογ. φισέ [fiˈse] Μισθ. φισιά [fiˈsça] Μισθ. Νεότ. ουσ. φισέκι, φισέγκι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. fişek = κάλυκας.
1. Κάλυκας σφαίρας, φισέκι ό.π.τ.
2. Γυάλινο καλυκόσχημο στολίδι : Το ετράφι τ’ με τα πούλια και φισ̑έκια ραμμένο (Το μαντήλι ραμμένο με τα διακοσμητικά ελάσματα και τα γυάλινα καλυκόσχημα διακοσμητικά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361