ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φισέκι (ουσ. ουδ.) φισ̑έκ' [fiˈʃek] Φλογ. φισέ [fiˈse] Μισθ. φισιά [fiˈsça] Μισθ. φισ̑ένg' [fiˈʃeŋg] Αξ. Νεότ. ουσ. φισέκι, φισέγκι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. fişek = κάλυκας.
1. Κάλυκας σφαίρας, φυσίγγι ό.π.τ. : Τιλεύ’, τιλεύ’, κάεται ’κεί πέρα, χ̇έκ’ τα φισ̑ένgια (Ψάχνει, ψάχνει (τριγυρνώντας), κάθεται εκεί πέρα, βάζει τα φυσίγγια) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Γυάλινο καλυκόσχημο στολίδι : Το ετράφι τ’ με τα πούλια και φισ̑έκια ραμμένο (Το μαντήλι ραμμένο με τα διακοσμητικά ελάσματα και τα γυάλινα καλυκόσχημα στολίδια) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
Τροποποιήθηκε: 17/07/2025