φιτίλι
(ουσ. ουδ.)
φιτίλι
[fiˈtili]
Ανακ., Γούρδ.
φιτίλ’
[fiˈtil]
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
φ'τίλ'
[ftiˈl]
Αξ.
αφ'τίλ'
[aˈftil]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
τσίλι
[ˈtsili]
Μισθ.
φ'τούλ'
[ftul]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. φιτίλι, το οπ. από το τουρκ. fitil < αραβ. fetīl. Ο τύπ. φ'τίλι νεότ.
1. Φιτίλι
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Τσ̑ιρετσ̑ού ντ' αφ'τιλί
(Το φιτίλι του πήλινου λυχναριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ήφτω τσ̑ιρέκ', βάλλισ̑καμ' κι ένα φιτίλ'
(Ανάβω το λυχνάρι, βάζαμε κι ένα φιτίλι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
κερόραμμα :1, κεροστούπι
2. Φυτική κλωστή
Μισθ.
:
Μπαbατσού αφ'τίλ'
(βαμβακερή κλωστή)
-Κωστ.Μ.
β.
Στριφτή κοτσίδα
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
:
Άλλα χωρία τα κάνισ̑καν φιτίλια τα μαλλιά
(Σε άλλα χωριά τα κορίτσια έκαναν τα μαλλιά τους κοτσίδες
)
Συνών.
κεροστούπι, φιτίλι :1