ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φλαμούρι (ουσ. ουδ.) οφλαμούρ [oflaˈmur] Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. φλαμούρι, το οπ. από το αμάρτ. μεσν. ουσ. *φλαμούριον, υποκορ. του μεταγν. ουσ. φλάμμουλα = αναρριχητικό φυτό με αρωματικά άνθη. Πβ. και τουρκ. ουσ. ıhlamur (< ıflamūr), όπου και διαλεκτ. τύπ. uhlamur.
Φλαμούρι, τίλιο