φλεγάρι
(ουσ.)
φλεγάρ'
[fleˈɣar]
Γούρδ.
Πιθ. από αμάρτ. ουσ. φρυγάρι, το οπ. από το ρ. φρύγω και παραγωγ. επίθμ. -άρι.