ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιτίρι (ουσ. ουδ.) κι̂τι̂́ρ' [cɯˈtɯr] Μισθ., Τροχ. Πληθ. κι̂τι̂́ρια [cɯˈtɯrʝa] Σίλ., Τροχ. κουτούρια [kuˈturʝa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. kıtır= α) τραγανός β) ως ουσ. διαλεκτ., μπισκότο.
Παξιμάδι ό.π.τ. : Δου κι̂τι̂́ρ' βουτά δου απέσ' (Το παξιμάδι το βουτάει μέσα, ενν. στο γιαουρτάκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Το γιοφκά χ̇έκεις το ’ς το φούρνο, νιόσουν κι̂τι̂́ρ’ (Τις λεπτές πίτες τις έβαζες στον φούρνο, γίνονταν σαν παξιμάδι) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γκεβρέκι, παξιμάδι, φλεγάρι
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025