ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κιτίρι (ουσ. ουδ.) κι̂τι̂́ρ' [cɯˈtɯr] Μισθ. Πληθ. κιτίρια [ciˈtirʝa] Σίλ. κουτούρια [kuˈturʝa] Σίλ. Από το τουρκ. επίθ. kıtır = α) τραγανός β) ως ουσ. διαλεκτ., μπισκότο.
Παξιμάδι ό.π.τ. : Δου κι̂τι̂́ρ' βουτά δου απέσ' (Το παξιμάδι το βουτάει μέσα, ενν. στο γιαουρτάκι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γκεβρέκι, παξιμάδι, φλεγάρι