κιτίρι
(ουσ. ουδ.)
κι̂τι̂́ρ'
[cɯˈtɯr]
Μισθ., Τροχ.
Πληθ.
κι̂τι̂́ρια
[cɯˈtɯrʝa]
Σίλ., Τροχ.
κουτούρια
[kuˈturʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. kıtır= α) τραγανός β) ως ουσ. διαλεκτ., μπισκότο.
Τροποποιήθηκε: 15/06/2025