κιτίρι
(ουσ. ουδ.)
κι̂τι̂́ρ'
[cɯˈtɯr]
Μισθ.
Πληθ.
κιτίρια
[ciˈtirʝa]
Σίλ.
κουτούρια
[kuˈturʝa]
Σίλ.
Από το τουρκ. επίθ. kıtır = α) τραγανός β) ως ουσ. διαλεκτ., μπισκότο.