ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλαδεύω (ρ.) κλαδεύω [klaˈðevo] Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. κλαδεύου [klaˈðevu] Μισθ., Φλογ. κουαδεύω [kwaˈðevo] Φάρασ. κλαρεύω [klaˈrevo] Αραβαν., Γούρδ. κολευτώ [koleˈfto] Τσουχούρ. Παρατατ. κλάδευα [ˈklaðeva] Φερτάκ. Αόρ. κλάδεψα [ˈklaðepsa] Μισθ., Τροχ. Μτχ. κλαδιμένου [klaðiˈmenu] Μισθ. Από το μεταγν. ρ. κλαδεύω = κλαδεύω αμπέλι. Η γενικότερη σημ. νεότ. Ο τύπ. κολευτώ πθ. με μετάθ. του [l] αλλά [a > o;]. Ο Dawkins (σ. 611) κάνει λόγο για πιθανή παρετυμολ. επίδρ. από λέξη που δεν προσδιορίζει.
1. Κλαδεύω, κόβω τα ξερά και περιττά κλαδιά ενός φυτού για να δυναμώσει ό.π.τ. : Να κλαδέψουμ' τ' αμπέλ' (Να κλαδέψουμε το αμπέλι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σάbαχτα να πάου ’ς αbέλ' να κλαδέψου (Αύριο θα πάω στο αμπέλι να κλαδέψω) Μισθ. -Κοτσαν. Εκεί αγάδες ήμασταν· τα Τούρκα μάς κλάδευαν, δούλευαν ’ς αμbέλια (Εκεί ήμασταν αφεντικά· οι Τούρκοι κλάδευαν για μας, δούλευαν στα αμπέλια) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ντέ 'νι κλαδιμένου (Δεν είναι κλαδεμένο˙ ακλάδευτο) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μπουντατίζω, κορμοκόφτω
2. Σφάζω Τροχ. Συνών. κόφτω