κλάψιμο
(ουσ. ουδ.)
κλάψιμο
[ˈklapsimo]
Γούρδ.
κλάψ̑ιμο
[ˈklapʃimo]
Αξ., Φλογ.
κλάψιμου
[ˈklapsimu]
Μισθ.
κουάψιμο
[ˈkwapsimo]
Φάρασ.
κλάψ̑ιμα
[ˈklapʃima]
Μισθ., Σίλ.
κλάψιμα
[ˈklapsima]
Ουλαγ.
κουάψιμα
[ˈkwapsima]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
κλαψ̑ίματα
[klaˈpʃimata]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. κλάψιμον από το θ. αορ. του ρ. κλαίω (κλαυσ-) και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
1. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κλαίω, κλάμα
ό.π.τ.
:
Έκλαψε 'να κλάψ̑ιμο, ούλ-λα μας αγλατ-τι̂́ρσε μας
(Έρριξε ένα κλάμα και όλους μάς έκανε να κλάψουμε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντιαρά ντου κλάψιμου σ’ τι ίνι;
(Τώρα, αυτό το κλάμα σου τι είναι;)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το σάσι έν' ανdί τσίβριγμα τζ̑' ανdί κουάψιμ' αν τίπως
(Η φωνή είναι σαν κλαψούρισμα και σαν κλάμα κάπως)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Οπ' κλάψ̑ιμα πόνισασ̑' τα μάτσ̑α μου
(Από το κλάμα πόνεσαν τα μάτια μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Το κορ'τσόκκου πόνισιν καρτία, πιέσιν αν γκουάψιμα
(Η κοπέλα στεναχωρέθηκε πολύ, έβαλε τα κλάματα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Η μα τουν τσ̑ας τα είδιν, πασ̑λάτ'σιν το κουάψιμα τσ̑αι το κορόζιμα
(Η μάνα τους, όταν τα είδε, άρχισε το κλάμα και τη μουρμούρα)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
|| Παροιμ.
Το πολύν το γέλιο φέρ' κλάψ̑ιμο
(Το πολύ το γέλιο φέρνει κλάμα˙ η υπερβολική χαρά δεν βγαίνει σε καλό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το πολύ γι-άσιμο φέρνει κουάψιμο
(Το πολύ γέλιο φέρνει κλάψιμο˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κλαιτό :1
2. Επικήδειος θρήνος, μοιρολόι
Μισθ.
:
Ήρτι παπάς, του κλάψ̑ιμα κοψέτ' του
(Ήρθε ο παπάς, σταματήστε το θρήνο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σου κλάψιμου λέειξαν ούλου μισιώτικα, κλαίιξαν μισιώτικα
(Στα μοιρολόγια τα έλεγαν όλα στα μιστιώτικα, μοιρολογούσαν μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αγίτι
3. Στον πληθ., θρηνητικά άσματα του αποχωρισμού, που τραγουδούσε η μέλλουσα νύφη το βράδυ πριν την Κυριακή του γάμου
Μισθ.
Συνών.
παραφόρτωμα